Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Tο lifestyle της προσφυγιάς



Το τραγούδι που θα στείλει η Γαλλία στη Eurovision παραπέμπει σε μία «προβληματισμένη» ποπ. Ακούγεται περισσότερο ως αδέξια προσπάθεια να πουλήσει ευαισθησία για να κερδίσει εντυπώσεις και ψήφους από το ευρωπαϊκό κοινό απευθυνόμενη στις ενοχές του
  
γράφει ο Κοσμάς Βίδος

«Γεννήθηκα σήμερα το πρωί, το όνομά μου είναι Mercy

Στη μέση της θάλασσας, ανάμεσα σε δύο χώρες, Mercy

Ηταν μακρύς ο δρόμος που διάβηκε η μητέρα μου

Κουβαλώντας με μέσα της για οκτώμιση μήνες

Αφήσαμε το σπίτι μας εξαιτίας του πολέμου

(…)

Γεννήθηκα σήμερα, με λένε Mercy

Με τράβηξε ένα χέρι και είμαι ζωντανή

Είμαι όλα αυτά τα παιδιά που πήρε η θάλασσα…» κλπ.

Βρισκόμαστε στο γαλλικό προκριματικό διαγωνισμό για την επιλογή του τραγουδιού που θα στείλει η χώρα στη Γιουροβίζιον. Το συγκρότημα «Madame monsieur» επί σκηνής ερμηνεύει ένα τραγούδι για τους πρόσφυγες, για τα παιδιά που διέσχισαν στην αγκαλιά των δικών τους άγρια πελάγη για να σωθούν. Και για εκείνα που δεν σώθηκαν. Η τραγουδίστρια είναι ντυμένη στα μαύρα και χαϊδεύει με νόημα την κοιλιά της παίζοντας με το όνομα «Mercy» (ευσπλαχνία, έλεος, οίκτος) και το γαλλικό merci (ευχαριστώ), ενώ λικνίζεται στον ρυθμό της ποπ. Προς το τέλος χορεύει, όπως θα χόρευε σε ένα πάρτι. Ο κιθαρίστας την ακολουθεί. Κοινό και κριτική επιτροπή το ίδιο: Xαμογελάνε και κινούνται ρυθμικά. Φροντίζοντας όμως να προσθέσουν στην έκφρασή τους και μια πινελιά πίκρας: Για να δείξουν πως δεν διασκεδάζουν ακριβώς, πως τον έχουν πιάσει τον προβληματισμό, και πως αν η μισή καρδιά τους είναι κεφάτη η άλλη μισή κλαίει. Κάτι με ενοχλεί, και στην εικόνα και στο τραγούδι.

Είναι το life style της προσφυγιάς, του ξεριζωμού που ξαφνικά το φοράμε ως νέα μόδα. Όπως σε εκείνο το ατυχές εξώφυλλο του «Downtown» όπου οι επώνυμοι είχαν φωτογραφηθεί με πορτοκαλί σωσίβια, με τσεμπέρια και με το παράπονο στα πρόσωπά τους. «Είμαστε όλοι πρόσφυγες» έγραφε από κάτω. Ε λοιπόν, δεν είμαστε όλοι! Ούτε είναι ωραίο να χρησιμοποιούμε το δράμα τους ως «εργαλείο» των δημοσίων σχέσεών μας, μετατρέποντάς μία ανθρωπιστική κρίση σε ένα αφελές και απλοϊκό τραγουδάκι. Ναι, και στην περίπτωση της «Mercy» (που επιλέχθηκε εν τέλει να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στον φετινό Διαγωνισμό Τραγουδιού της Γιουροβίζιον) υπάρχει άλλοθι: Ανεβάζοντας στη σκηνή ένα τραγούδι που μιλάει για τα παιδιά των προσφύγων ενώνεις τη φωνή σου με τη φωνή εκείνων που υποφέρουν. Την ενώνεις;

Γιατί εσύ χορεύεις με μια μουσική ανάλαφρη και κεφάτη που θα μπορούσε να είναι τραγούδι για έναν έρωτα. Ενώ εκείνοι για τους οποίους τραγουδάς, οι πρόσφυγες, πνίγονται. Ακόμα και αν κάποτε φτάσουμε στο σημείο η ιστορία τους να αποτελέσει το θέμα για μιούζικαλ, όπως συνέβη στην περίπτωση του «Τιτανικού» -τι θλιβερό θέμα για μουσικοχορευτική υπερπαραγωγή το πολύνεκρο ναυάγιο!- δεν μπορεί να γίνει από τώρα. Είναι τουλάχιστον άκομψο, όταν το κακό είναι εν εξελίξει, όταν τα κύματα ξεβράζουν καθημερινά νεκρές Mercy. Ακόμα και αν οι προθέσεις είναι οι ευγενέστερες, όταν σερβίρεις μία τέτοια τραγωδία σε χορευτικό τέμπο, δεν θα αποφύγεις εκείνους που θα διακρίνουν ιδιοτέλεια, κάτι σαν πονηριά πίσω από το ευαίσθητο – καταγγελτικό πόνημά σου. Κάπως έτσι, η ποπ, light, easy listening ως και νερόβραστη «Mercy» στα δικά μου αυτιά ακούγεται περισσότερο ως μια αδέξια προσπάθεια να πουλήσει ευαισθησία για να κερδίσει εντυπώσεις και ψήφους από το ευρωπαϊκό κοινό απευθυνόμενη στις ενοχές του και την ευαισθησία του, παρά ως φωνή αφύπνισης και διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι μάλλον μεγάλες οι πιθανότητες να τα καταφέρει καθώς το κοινό εύκολα παρασύρεται από τέτοιες κατασκευασμένες συγκινήσεις.

Η όλη συζήτηση, φέρνει στο νου μια άλλη πολύ πιο δυνατή και ειλικρινή φωνή διαμαρτυρίας που ακούστηκε στη Γιουροβίζιον πολλά χρόνια πριν, και ήταν ελληνική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος για να καταγγείλει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έστειλε το 1976 στη Χάγη (όπου φιλοξενούνταν ο διαγωνισμός) τη Μαρίζα Κοχ με ένα μοιρολόγι (σε μουσική δική της και στίχους του Μιχάλη Φωτιάδη) που ουδεμία σχέση είχε με το ύφος του διαγωνισμού: «Κι αν δείτε γη φρεσκοσκαμμένη, όι όι, μάνα μου! / Δε θα `ναι κάμπος καρπερός / Σταυροί θα είναι φυτεμένοι, όι όι, μάνα μου! / Που τους σαπίζει ο καιρός. / Παναγιά μου, Παναγιά μου, παρηγόρα την καρδιά μου!». Τότε, ήρθαμε μόλις 13οι στους 18, είχαμε όμως πει εκείνο που έπρεπε να πούμε. Xωρίς να ζητάμε mercy και χωρίς να υποτασσόμαστε στις εκφραστικές ευκολίες κάποιας εύπεπτης μελωδίας. Με συνέπεια και με αξιοπρέπεια.    





















protagon.gr

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *