Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

«Απόδοτε τα Ελγίνεια Μάρμαρα»

 


γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

 

Στον Κ. Π. Καβάφη επιστρέφουμε πολύ συχνά, για πολλά και διάφορα. Καμιά φορά και δίχως ουσιώδη λόγο, απλώς επειδή κάποιος γνωμικός στίχος του φαίνεται να θεραπεύει την τιτλοδοτική μας αμηχανία, σε μια εφημερίδα ή ιστοσελίδα. Συμβαίνει αυτό με την ποίηση, με τη λογοτεχνία γενικότερα. Να τη χρησιμοποιούμε σαν στολιδάκι. Ταιριάζει δεν ταιριάζει.

 

Η «κόλαση του Δάντη», π.χ., πάει κι έρχεται χειμώνα – καλοκαίρι, θαρρείς και η «Θεία Κωμωδία» είναι το πιο αγαπημένο μας ανάγνωσμα. Από κοντά οι «ιδανικοί αυτόχειρες» του Κώστα Καρυωτάκη, ιδίως σε αθλητικογραφικό περιβάλλον. Κι ας μη δένουν Στο ποίημα ουδείς αυτοκτονεί, είναι πασίγνωστο: «”όλα τελείωσαν” ψιθυρίζουν “τώρα”, / πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος». Αντίθετα, στο γήπεδο όντως αυτοκτονεί («όντως», πλην με πολλά εισαγωγικά) η ομάδα που προηγείται συνεχώς, παίζει καλύτερα αλλά τρώει γκολ ή τρίποντο στην εκπνοή.

 

Ο αθλητικογραφικός χώρος και πάλι, πάντα τολμηρός, χρησιμοποιεί καιρό τώρα τον όρο «ραψωδία» με εντελώς νέο περιεχόμενο. Η λέξη δηλώνει πλέον τον άθλο, το αριστούργημα, κάτι το εξαιρετικό τέλος πάντων, και όχι το «τμήμα ενός επικού ποιήματος με θεματική αυτοτέλεια» ή την «αυτοσχέδια μουσική σύνθεση τη βασισμένη σε λαϊκά μουσικά θέματα» (αντλώ από το «Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη και της Ακαδημίας Αθηνών).

 

Ιδού ένα δείγμα από την πλούσια σοδειά τίτλων που ραψωδούν: «Η ραψωδία των 5 γκολ του Ερλινγκ Χάλαντ». «Η ραψωδία του Μέσι σαν σήμερα 15 χρόνια πριν». «Ελληνική ραψωδία: γκολ από τον Γιακουμάκη». «Η ραψωδία του Φορτούνη». «Η ραψωδία του Αϊτόρ». «Η ραψωδία του Βασίλη Τοροσίδη». «Ματιέ Βαλμπουενά: Η ραψωδία ενός “ξοφλημένου”». «Ραψωδία ποδοσφαίρου από την ΑΕΚΑΡΑ του Αλμέιδα!» «Το γκολ “ραψωδία” στο “Παφιακό” του αξεπέραστου Μιλένκο!» «Ραψωδία Λάσο στο “γκολ-φάουλ” του παίκτη του». «Η ελληνική “ραψωδία” κόντρα στη Σερβία: Ολα τα γκολ της Εθνικής στον ημιτελικό». «Η… ραψωδία του Γιάννη στο φινάλε». Αλλά και: «Αταλάντα: οι ραψωδοί μιας επιθετικής εποποιίας».

 

Μια «καλή δουλειά» ήταν και είναι για τη Βρετανική Αυτοκρατορία τα μάρμαρα του Παρθενώνα.

 

Δεν έκανα συστηματική έρευνα. Και με μια γρήγορη ματιά, ωστόσο, διαπιστώνονται τα εξής: 1) Η ανασημασιοδοτημένη «ραψωδία» είναι ηλικίας τουλάχιστον έξι ετών, αφού το παλαιότερο εύρημά μου έχει έτος γεννήσεως το 2017, είναι δε κυπριακό: «Ραψωδία ποδοσφαίρου με μαγικό γκολ Νεϊμάρ». 2) Τα ευρήματα είναι πολλά και διάχυτα. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για καθιέρωση της νέας σημασίας της λέξης «ραψωδία», όπως συνέβη και με το «ελέω», που χρησιμοποιείται πια με την έννοια του «εξαιτίας», σε αρνητικά συμφραζόμενα, και όχι του «χάρη», σε θετικά. 3) Αρκετές φορές η λέξη κλείνεται σε εισαγωγικά, ενώ σποραδικά αναγράφεται με αποσιωπητικά μπροστά της. Στη δημοσιογραφία τα εισαγωγικά είναι κάτι ανάμεσα σε άλλοθι, συχωροχάρτι και πασπαρτού, που σου ξεκλειδώνει τα πάντα, ακόμα και τα ήδη ξεκλείδωτα. 4) Προς το παρόν, και όσο βλέπω, η αναβαπτισμένη «ραψωδία» χρησιμοποιείται μόνο στην αθλητικογραφία.

 

«Τα Ελγίνεια Μάρμαρα»

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Καβάφη και στα δύο παρεμβατικά κείμενα που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1891, με τίτλο «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» και «Νεώτερα περί των Ελγινείων Μαρμάρων» (βλ. τώρα Κ. Π. Καβάφης, «Τα πεζά (1882;-1931)», φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Ικαρος, 2003). «Σπουδαίον περιοδικόν της Αγγλίας, “Ο 19ος Αιών”», γράφει ο Αλεξανδρινός, «εδημοσίευσε την 1ην Μαρτίου [1891] άρθρον επιγραφόμενον “Ο Αστεϊσμός περί των Ελγινείων μαρμάρων”. Οι φιλόμουσοι και φιλάρχαιοι αναγνώσται θα ενθυμώνται το κίνημα όπερ εγένετο τελευταίως εν Αγγλία ίνα αποδοθώσιν εις την Ελλάδα αι αρχαιότητες ας προ 80 ετών ο λόρδος Ελγιν, πρέσβυς της Αγγλίας παρά τη Υ. Πύλη, ήρπασεν –ίνα τας προφυλάξη δήθεν– εκ της Ακροπόλεως. Ο λόγιος κ. Φρειδερίκος Χάρισσον θερμώς υπεστήριξε το κίνημα, έγραψε δε εν τω “19 Αιώνι” το περίφημόν του άρθρον “Απόδοτε τα Ελγίνεια Μάρμαρα”. Την απάντησιν εις το άρθρον αυτό γράφει ο Διευθυντής του περιοδικού, ισχυριζόμενος ότι ο κ. Χάρισσον πραγματευθείς περί της επιστροφής των Ελγινείων μαρμάρων ηστεΐζετο απλώς».

 

Ο Καβάφης είναι θυμωμένος. Δεν αισθηματολογεί όμως. Χρησιμοποιεί μαεστρικά το μέγα όπλο του, την ειρωνεία. Και ενστερνίζεται τα μετρημένα και λογικά επιχειρήματα του Φρειδερίκου Χάρισσον, κοινοποιώντας τα και στην Ελλάδα. Επιχειρήματα που δεν απέχουν πολύ από όσα χρησιμοποιεί η ελληνική πολιτεία αφότου άρχισε να διεκδικεί τις κλεμμένες αρχαιότητες, πότε συστηματικά και οργανωμένα και πότε επιπόλαια, εντυπωσιοθηρικά και για εσωτερική κατανάλωση. «Τα Ελγίνεια μάρμαρα», έγραφε ο Χάρισσον, «διαφέρουσιν ολοτελώς από όλα τα άλλα αγάλματα. Δεν είναι αγάλματα. Είναι τεμάχια μοναδικού μνημείου, του περιφημοτάτου εν τω κόσμω μνημείου, όπερ ίσταται έτι, ει και κατερειπωμένον, όπερ είναι το εθνικόν σύμβολον και το παλλάδιον γενναίου λαού, και χώρος προσκυνήσεως διά την πολιτισμένην ανθρωπότητα…». Εις ώτα μη ακουόντων.

 

Οι τέσσερις λόγοι

Παραθέτω από το δεύτερο άρθρο του Καβάφη: «[Ο κ. Χάρρισον] λέγει ρητώς ότι δεν καταδικάζει απολύτως τον λόρδον Ελγιν τον υπεξαιρέσαντα τας περί ου ο λόγος αρχαιότητας» (το ίδιο λάθος, την ασυμφωνία γένους και αριθμού, το συναντάμε και στο πρώτο καβαφικό άρθρο, «αν απεδίδοντο αι περί ου ο λόγος αρχαιότητες εις την Ελλάδα»), «εκθέτει όμως 4 λόγους δι’ ων αποδεικνύεται ότι η κατοχή των μαρμάρων υπό τε του λόρδου Ελγιν πρώτον, και του αγγλικού έθνους δεύτερον, αντίκειται εις τας αρχάς του δικαίου. α΄. Ο λόρδος Ελγιν απέκτησε τα μάρμαρα του Παρθενώνος ουχί από τους Ελληνας, αλλά από τους δυνάστας αυτών Τούρκους. β΄. Οι Ελληνες εναντιώθησαν καθ’ όσον τοις ήτον δυνατόν εις την μετακόμισιν αυτών, και ουδέποτε έπραξάν τι προς βλάβην των. γ΄. Οι άνθρωποι του λόρδου Ελγιν αφήρεσαν ό,τι ήθελαν άνευ της ελαχίστης μερίμνης διά το μνημείον όπερ απεγύμνωναν. δ΄. Το Βρεττανικόν έθνος απέκτησε τα Ελληνικά μάρμαρα αντί ποσού μηδαμινού». «Για να τα αποκτήση ο λόρδος Ελγιν εξώδευσε 14.000 λ. Τι καλή δουλειά!», ειρωνεύεται ο Καβάφης στο πρώτο άρθρο του.

 

Μπίζνες… Ναι, μια «καλή δουλειά» ήταν και είναι για τη Βρετανική Αυτοκρατορία τα μάρμαρα του Παρθενώνα, και οι αρχαιότητες της Αιγύπτου άλλωστε και της Μεσοποταμίας, και ό,τι άλλο αρπάχτηκε «για να προστατευτεί». Οι αυτοκρατορίες, και σκιώδεις αν είναι πια, δεν απολογούνται. Δεν εξηγούν καν, γιατί εξήγηση είναι η ισχύς τους, η ανάμνησή της έστω. Ούτε ντρέπονται. Ο πολιτισμός της ντροπής δεν τις αφορά. Εξόντωσαν λαούς ολόκληρους και διέλυσαν έθνη, κι ακόμα καμαρώνουν ότι τα εκπολίτισαν και τα εκχριστιάνισαν. Θα ντραπούν για κάποια μάρμαρα; Εστω και του Παρθενώνα;

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Ημερολόγιο της άνοιξης



γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Πόσα είναι τα πράγματα που θυμίζουν την Ελλάδα; Αυτή την Ελλάδα που αγαπάς να ζεις και όχι την άλλη που σε πληγώνει; Τι είναι; Ανθρωποι; Συνήθειες; Εικόνες; Μυρωδιές;

 

Εκείνο το πρωινό της γιορτής, στην ανθοστόλιστη αυλή με τα γεράνια, τα γαρίφαλα, τις νεραγκούλες και τις τριανταφυλλιές, την παράσταση έκλεβε μια μυρωδιά μεθυστική, που δεν μπορεί, Ελλάδα θυμίζει. Οι ανθισμένες πορτοκαλιές και μανταρινιές με τα λευκά και ταπεινά λουλουδάκια τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα με όλο το άρωμα της άνοιξης.

 

Ο αέρας το έφερνε μέσα στο σπίτι από τα ανοιχτά παράθυρα και η γιαγιά το φόρεσε στο πέτο κόβοντας ένα κλαδάκι με δυο ανθούς. Ισως να μην ήταν εκείνη τη μέρα γιαγιά, αλλά μικρό κορίτσι, μια «μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ/ Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα»*. Και τα παιδιά, τσιμπολογώντας τις πρώτες φράουλες, έπαιζαν στον ήλιο και φώναζαν, γιατί η ζωή ήταν ωραία και γεμάτη υποσχέσεις και μόνο το καλό μπορούσαν να φανταστούν στα χρόνια που έρχονταν. Γιατί ήταν παιδιά και έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, να οραματίζονται το καλό.

 

Σ’ εκείνη τη γλάστρα με τις μοβ μαργαρίτες, μια πασχαλιά έκανε τη βόλτα της πάνω στα πράσινα φύλλα πριν πετάξει μακριά και από κάπου ακούγονταν μέλισσες στον αέναο κάματο να σώσουν τη φύση και να παράξουν τον ευλογημένο, θρεπτικό και θεραπευτικό χυμό τους.

 

Και τα πουλιά, α, τα πουλιά. Σε κέφι τρελό, έκαναν συναυλία κατάλληλη για να συνοδεύσουν την οργιαστική αναγέννηση του κόσμου.

 

Πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η μέρα και πόσο όμορφη. Το φαγητό ήταν πιο νόστιμο από ποτέ, τα γέλια πιο ζεστά και ανοιχτόκαρδα και οι κουβέντες είχαν παρέα χαμόγελα. Τα μάγουλα κοκκίνισαν κάπως από το κρασί και τη χαρά και πόνεσαν λίγο από το τράνταγμα των ευτυχισμένων στιγμών. Εκείνων που όλοι ήθελαν να επαναληφθούν και πρόσμεναν με λαχτάρα κάθε φορά.

 

Υπήρχε και μια θλίψη κρυμμένη σε μικρές γωνιές. Στην κόγχη των ματιών, πίσω από μια κορνίζα με παλιές φωτογραφίες, στις νότες ενός χαρούμενου τραγουδιού που έφερε δυο μερακλήδες στο κέφι και σηκώθηκαν να το χορέψουν.

 

Ηταν η μνήμη αυτών που έλειπαν, που έφυγαν πριν από ένα, δύο, πέντε ή δεκαπέντε χρόνια, και δεν γύρισαν ποτέ. Ο ήχος από τα δικά τους γέλια και τις φωνές, οι δικές τους χορευτικές φιγούρες, η μυρωδιά από τις αγκαλιές τους. Κι ας μην έλειπαν ακριβώς. Κάποιος θα έλεγε κάτι, όπως: «Αν ήταν εδώ τώρα ο… θα σας έλεγε ότι…». Ή, «αυτό, πόσο άρεσε στην… και το έφτιαχνε σαν κανέναν άλλο». Αλλά κι εκείνο το τιμητικό και πάντα συγκινητικό: «Αχ, και να ήταν εδώ ο/η… να σας καμάρωνε…».

 

Και τότε κάποιοι, ή όλοι, φανερά ή μη, συγκινούνταν και τσούγκριζαν τα ποτήρια, και με την ευχή «και του χρόνου, όλοι εδώ», έδιναν τόπο στο χθες.

 

Αλλωστε στην αυλή η ζωή συνεχιζόταν: οι πορτοκαλιές και οι μανταρινιές προσκαλούσαν με τα λουλούδια τους τις μέλισσες να συνεχίσουν να σώζουν τον πλανήτη, οι πασχαλιές πετούσαν από γλάστρα σε γλάστρα και μια παρδαλή γάτα θήλαζε τα νεογέννητα γατάκια της σε μια κούτα στρωμένη με μια παλιά μάλλινη κουβέρτα. Τα παιδιά σηκώθηκαν από το τραπέζι και με ένα κομμάτι σοκολάτα υγείας έτρεξαν στον ήλιο. Τα πουλιά μέσα στη μεσημεριανή ζέστη είχαν σταματήσει το τραγούδι, να ξεκουράσουν τις χορδές τους.

 

Το βράδυ, μετά τους αποχαιρετισμούς, όταν όλα ησύχασαν, έμεινε μια γλυκιά κούραση για να θυμίζει την ανοιξιάτικη γιορτινή μέρα. Αυτή που τόσο έχει δεθεί με την ωραία ελληνική άνοιξη. Και είχαν ξεχαστεί για λίγο τα άλλα, εκείνα που πληγώνουν και που διώχνουν τα παιδιά μακριά.

 

Ηταν μία ακόμη ημέρα στο ημερολόγιο της άνοιξης. Μια όμορφη ημέρα. Και αυτό ήταν αρκετό.

 

 *Από τη «Μικρή πράσινη θάλασσα», του Οδυσσέα Ελύτη, από τη συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά», Ικαρος, 1971 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Αναζητώντας τη Σαλονίκη

 


γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου

 

Περπατώ προς το «Ντορέ», νύχτα Τετάρτης. Βιάζομαι να φτάσω στην «Πριγκηπέσσα». Μυρίζει παντού άνοιξη. Στην Τσιμισκή, με προσπερνούν παρέες φοιτητών, συζητούν για τα Τέμπη και για το «πού πάμε, ρε φίλε».

 

Χαμογελώ, κάτω από τα λιθόστρωτα της Θεσσαλονίκης -για να θυμηθώ και το σύνθημα του Μάη του ’68- σίγουρα θα υπάρχει παραλία. Ο κόλπος του Θερμαϊκού έχει μέσα του πολλούς αγώνες, πολλή ιστορία. Προσπαθούσα να βρω περπατώντας κάποια παλιά στέκια των ποιητών και των λογοτεχνών της πόλης. Κάποια έκλεισαν, άλλα άλλαξαν όνομα και… περιεχόμενο.

 

Λογικό, πολύ λογικό, λέω στον εαυτό μου, οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι πόλεις, φεύγουν και οι άνθρωποι που τις υπερασπίζονται. Η Θεσσαλονίκη δεν θυμίζει πια την πόλη του Ιωάννου. Χαμένη κι εγώ σε μια πόλη που μοιάζει με την πατρίδα μου, αλλά δεν την έζησα για να τη δω να αλλάζει, την παρατηρώ όπως κι εκείνος όταν έγραφε «Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά, δεν είμαι πια ο νεαρός που δεν καταλαβαίνει».

 

Ανοίγω με την πόρτα της Πριγκηπέσσας. Είναι η βραδιά του «Μπέμπη», ο συγγραφέας του, Θωμάς Κοροβίνης, στο πάλκο με τον Δημήτρη Μυστακίδη, την Εύη Κουτρουμπάκη, τον Κώστα Μπαρμπάτση και τον Δημήτρη Σφίγγο μιλούν για το βιβλίο. Κόσμος πολύς, μοιάζει σαν να είναι όλοι μια παρέα. Ανασαίνω. Εδώ μέσα ζει κάτι από το πνεύμα της παλιάς πόλης. Δεν είναι κάτι παλιό ή γραφικό. Είναι η Σαλονίκη που αντιστέκεται στην αλλοτρίωση, που αρνείται να υποταχθεί στις «μπρασερί», στα γκουρμέ σαντουιτσάδικα, στα αποστειρωμένα μπαρ, στα θορυβώδη ορθάδικα που προσπέρασα για να φτάσω.

 

Ηταν μια παρουσίαση βιβλίου που έμοιαζε σαν λαϊκή μυσταγωγία. Κάπου, σε κάποιο σύμπαν, ο «μπέμπης», ο βιρτουόζος του μπουζουκιού Δημήτρης Στεργίου, θα χαμογελούσε ευχαριστημένος για αυτή τη γιορτή και για τα πολύτιμα λόγια του Θωμά που έφτιαξαν την ιστορία του.

 

Στον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο, στην καρδιά των Λαδάδικων, σκεφτόμουν πώς άραγε να μοιάζει η βαρυσήμαντη αυτή πόλη στα επόμενα τριάντα χρόνια. Θα έχει μείνει μόνο ο Λευκός Πύργος, σκέφτομαι.

 

Σταματώ στην καινούργια αγορά του Μοδιάνο. Κοιτώ με απελπισία τη λουστρινάτη στοά με τις μπουτίκ κρεάτων, τις κυριλέ κάβες, τα άοσμα εστιατόρια. Νιώθω σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Σαν να άνοιξε μια τρύπα και κατάπιε ένα κομμάτι ιστορίας της πόλης. Σκέφτομαι τον Ελί Μοδιάνο, που την ονειρεύτηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στην περιοχή των Εβραίων, και αδυνατώ να καταλάβω αυτή την ισοπέδωση που έχει συμβεί τώρα.

 

Καταφεύγω με την καρδιά σφιγμένη απέναντι, στο Καπάνι. Υπάρχει ακόμη. Στο «Μοντιλιάνι» παραγγέλνω ένα κρασί και κάθομαι σ’ ένα τραπεζάκι στο λιθόστρωτο. Σκάβω με το πόδι την παλιά πέτρα, αραγε να υπάρχει ακόμα εκεί από κάτω κάτι από την παραλία που αναζητούν οι ωραίοι τρελοί και οι ακάματοι ονειροπόλοι αυτού του κόσμου που βρήκαν κάποτε παρηγοριά σ’ αυτή την ιστορική πόλη;

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Κίτρινες και πορφυρές φλέβες στο νερό

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Πέρασαν τρεις παγωμένες εβδομάδες. Παγωμένες στην κυριολεξία λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που προηγήθηκαν του χιονιού, αλλά και που επέμεναν για μέρες αφότου αυτό χάθηκε.

 

Κάθε βράδυ, από την ώρα που έπεφτε ο ήλιος ή λίγο αργότερα, έκλεινε τα παντζούρια για να φυλακίσει όση περισσότερη ζέστη γινόταν μέσα στο σπίτι, ώστε πριν κοιμηθεί να κάνει ένα μπάνιο και να τυλιχτεί με τις κουβέρτες. Εφτιαχνε κι ένα τσάι, ένα-δυο βράδια ήπιε λίγο λικέρ, ό,τι είχε μείνει από το σπιτικό που καταναλώθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση μέσα στις γιορτές, και κάπως έτσι πορευόταν.

 

Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, είτε με ένα βιβλίο, είτε ζωγραφίζοντας, είτε βλέποντας καμιά ταινία, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το καλοκαίρι. Και τη ζωή που κυλούσε από εποχή σε εποχή, με τα χρόνια να περνάνε και να αφήνουν πίσω τους τη ζωή που ήθελε, εκείνη που ζούσε και όσα δεν έζησε. Κάποια από αυτά μικρή σημασία είχαν πια, κάποια την έκαιγαν ακόμα και κάποια άλλα της έκλειναν το μάτι: «Υπάρχει ακόμα χρόνος». Και ναι, το ένιωθε ότι υπήρχε.

Μόνο που κάποιες μέρες ήταν διαφορετικές από τις άλλες. Δεν κυλούσαν με τη γαλήνια βεβαιότητα της καθημερινής ρουτίνας. Πώς να τις περιγράψεις; Δεν υπάρχει τρόπος. Ηταν οι μέρες που εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η δυσκολία. Η δυσχέρεια να αντιμετωπίσεις την κάθε μέρα και τα προβλήματα που δεν έχουν άμεσες και οριστικές λύσεις και που κάπως, κάποιες φορές, συγκεντρώνονται και φωνάζουν όλα μαζί απαιτώντας όλα και το καθένα χωριστά την προσοχή σου, τον χρόνο σου, τους πόρους σου. Υλικούς, σωματικούς και πνευματικούς.

 

Και τότε, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, έπειτα από την αγωνιώδη ιεράρχηση και τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων, στις οποίες πάντα κάτι έκτακτο ερχόταν να προστεθεί, έκανε το αδιανόητο αλλά απολύτως αναγκαίο: αφιέρωνε στον εαυτό της μερικές στιγμές αυτοφροντίδας. Ενα ζεστό μπάνιο, ένα ωραίο ρόφημα, λίγη καλλυντική περιποίηση και μουσική. Μια μικρή επιβράβευση που το μεγάλο κύμα την πέταξε με δύναμη στα βότσαλα, που μάτωσαν τα γόνατά της, αλλά κατόρθωσε και πάλι να σταθεί όρθια. Πονεμένη, αλλά όρθια.

 

Γινόταν κι εκείνη κύμα, σχεδόν όπως το είχε περιγράψει ο Λευκάδιος Χερν:

 

«Το κύμα προσευχήθηκε να μείνει κύμα για πάντα.

 

Και η θάλασσα απάντησε:

 

- Οχι, πρέπει να σπάσεις· δεν υπάρχει ακινησία μέσα μου. Δισεκατομμύρια φορές θα σηκωθείς ξανά για να σπάσεις, και θα σπάσεις για να ξανασηκωθείς»*.

 

Τότε ήταν που ονειρευόταν τη θάλασσα. Μικρές γωνιές σε μικρά νησιά, κάτω από ένα αρμυρίκι. Να κάθεται σε μια πέτρα και να ρεμβάζει. Να μη σκέφτεται τίποτα ή να ονειρεύεται αυτά για τα οποία «υπάρχει ακόμα χρόνος». Χωρίς να μετανιώνει για τα λάθη, χωρίς να επικρίνει τις αποφάσεις, που όταν τις πήρε ήταν ό,τι πιο σωστό μπορούσε να σκεφτεί.

 

Και μετά θα έκανε μια μεγάλη βουτιά, για να ξεπλύνει από πάνω της τη ζέστη, την άμμο, τις σκέψεις και τους φόβους που καμιά φορά κρύβονται πίσω από αυτές. Και θα άνοιγε τα μάτια μέσα στο νερό για να δει τις αντανακλάσεις του φωτός στον αλμυρό υδάτινο κόσμο, τους παράξενους ιριδισμούς και τα χρώματα που θόλωναν και ξεκαθάριζαν, μπλέκονταν και διαχωρίζονταν.

 

Οταν θα έβγαινε στην επιφάνεια, θα έπαιρνε μια μεγάλη ανάσα, θα τίναζε το κεφάλι αριστερά και δεξιά και αναγεννημένη στο νερό, το αλάτι και το φως θα ήταν έτοιμη για την επόμενη μέρα.

 

Τις μέρες της δυσχέρειας αυτή ήταν η δύναμή της. Η μνήμη της θάλασσας. Η θολή εικόνα των αντανακλάσεων του φωτός και τα υποθαλάσσια χρώματα, τα γαλανά, τα πράσινα με τις κίτρινες ή πορφυρές φλέβες και οι φούσκες του αέρα που ανέβαιναν στην επιφάνεια.

 

Κι αν ο καιρός ήταν κρύος, τότε στα οράματά της το θαλασσινό νερό ήταν χάδι ζεστό. Και μια διαβεβαίωση ότι όλα μπορούν να πάνε καλά.

 

*«Ιστορίες από έναν τόπο κι έναν χρόνο μακρινό», Λευκάδιος Χερν, εκδόσεις ΑΙΩΡΑ

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Τα γλυπτά του Παρθενώνα ως εταιρικό προϊόν


 

Αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες με τα γλυπτά του Παρθενώνα και επίκεντρο τα απανωτά βρετανικά δημοσιεύματα που αναφέρονται σε μυστικές συνομιλίες μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι μόνο ένας δημόσιος ευτελισμός της διεκδίκησης των Γλυπτών ως προϊόντων κλοπής, δεν είναι μόνο ένας δημόσιος διασυρμός κάθε έννοιας σεβασμού απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά.

 

Είναι η δημόσια παραδοχή – επί τρεις ημέρες σιωπηλή και από χθες ηχηρή μέσω δηλώσεων του κ. Γεραπετρίτη – ότι τα ιστορικά μνημεία είναι εταιρικά προϊόντα και ως τέτοια τα διαχειρίζεται η κυβέρνηση.

 

 

Επί τρεις ημέρες, η κυβέρνηση σιωπούσε και το Υπουργείο Πολιτισμού “απαντούσε” χωρίς να απαντάει παρά μόνο να πετάει την μπάλα στον δικομματικό καυγά. Χθες, ο υπουργός Επικρατείας, Γ. Γεραπετρίτης, μιλώντας στην ΕΡΤ είπε: “Το επιβεβαιώνω, είμαστε σε επαφή με το Βρετανικό Μουσείο, σε πολύ δημιουργική συζήτηση με το Βρετανικό Μουσείο», μίλησε για “δύσκολη επιχειρησιακά άσκηση”, και για τον ενδεχόμενο κάποιου “τρικ” ανάμεσα σε Αθήνα και Λονδίνο προκειμένου να ξεπεραστούν τα γνωστά εμπόδια. Είπε, επίσης, πως “είναι προφανές ότι υπάρχουν οι πολύ ριζικές απαγορευτικές γραμμές οι οποίες συνιστούν και την εθνική στάση. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε σε καμία περίπτωση ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου. Δεν υφίσταται μια τέτοια διάσταση. Από την άλλη πλευρά η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να αποδεχθεί με οποιαδήποτε μορφή έναν δανεισμό, ο οποίος θα γίνει προς την Ελλάδα, και τούτο διότι αυτό θα υπαινισσόταν ζήτημα ιδιοκτησίας. Εκείνο το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας κατανόησης με το Βρετανικό Μουσείο είναι η επιστροφή των Γλυπτών υπό ένα νομικό ένδυμα το οποίο θα συζητήσουμε και συζητούμε στο πλαίσιο μιας δημιουργικής λογικής. Έχουμε όντως θέσει ένα θέμα, να μπορούμε να στέλνουμε και ορισμένες από τις ελληνικές αρχαιότητες ή ακόμη και από άλλες περιόδους του Ελληνισμού, τη βυζαντινή περίοδο, στο Βρετανικό Μουσείο για περιοδικές εκθέσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσουμε το οποιοδήποτε δικαίωμα έχουμε απέναντι στα Γλυπτά που αποτελούν την ίδια την ταυτότητά μας”.

 

Τί έχουμε, λοιπόν, εδώ; “Επιχειρησιακές ασκήσεις”(!), “τρικ” (!), “δημιουργική λογική” (!) – ανάλογο του δημιουργική λογιστική… το οποίο μάλλον είναι και πιο συμβατό με αυτό που συμβαίνει γύρω από τα Γλυπτά.

 

Τα περί “αταλάντευτης εθνικής γραμμής” είναι ούτως ή άλλως “καθρεφτάκια” για ιθαγενείς, όχι τώρα, αλλά από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά το θέμα “δανεισμός – ανταλλαγή”, δηλαδή το 2001. Οι ζητωκραυγές για την ομολογουμένως κομβική και σημαντική απόφαση της Διακυβερνητικής Επιτροπή της UNESCO το 2021 να  οριοθετήσει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα ως “διακρατικό”, δηλαδή ανάμεσα στις δύο χώρες, ήταν απλώς κυβερνητικά πυροτεχνήματα. Διότι “διακρατικό” ζήτημα, θα σήμαινε, ακόμα και στο πλαίσιο των αστικών θεσμών, συνομιλίες μεταξύ των κρατών με τη συνοδεία, συμβολή, συμμετοχή ειδικών επιστημόνων, με ενημέρωση αμφότερων των κοινοβουλίων και λογοδοσία.

 

Αντ’ αυτού εκείνο που συμβαίνει είναι ένα εταιρικό deal για μια win – win συμφωνία, όπου όλοι θα είναι “ικανοποιημένοι”, όπου τα μεγάλα “καταστήματα”, Βρετανικό Μουσείο και Μουσείο Ακρόπολης αμφότερα δεν θα σημειώσουν χασούρα, όπου όχι μόνο δεν θα κινδυνέψει το κύρος της Μ. Βρετανίας, ούτε του Βρετανικού Μουσείου ως προϊόν αιώνων αποικιοκρατίας, αλλά θα ξεπλυθεί κιόλας – όπως ξεπλύθηκε και η συλλογή Στερν – καθησυχάζοντας μάλιστα και μια σειρά άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων, που δεν θέλουν να δουν  τα εκθέματα τους, ως προϊόντα αποικιοκρατίας, να επιστρέφουν εκεί απ’ όπου λεηλατήθηκαν αρπάχτηκαν.

 

Για περισσότερες ανακοινώσεις και λεπτομέρειες…. όταν το Μέγαρο Μαξίμου κρίνει ότι θα έχουν και το ανάλογο εκλογικό αποτέλεσμα. Κατάντια…



 

 

Δήμητρα Μυρίλλα

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Σκοτώθηκε ο μεγάλος συνθέτης και κιθαρίστας Νότης Μαυρουδής..!

 


Έφυγε από τη ζωή νωρίς το βράδυ της Τρίτης, ενώ βρισκόταν με τη σύζυγό του στο σπίτι τους στην Κουκουράβα του Πηλίου, ο Νότης Μαυρουδής, γνωστός συνθέτης, κιθαρίστας και ραδιοφωνικός παραγωγός.

 

Ο μεγάλος μουσικός πέθανε ξαφνικά, όπως γνωστοποιεί ο γιος του. Η κηδεία του αναμένεται να γίνει στο Χαλάνδρι μέσα στις επόμενες ημέρες.

 

 

Πώς έχασε τη ζωή του

 

«Αν κάτι χαρακτήριζε τον πατέρα μας ως άνθρωπο, ήταν η καλοσύνη του, το ήθος και η σεμνότητά του. Με τον ίδιο σεμνό τρόπο σας ανακοινώνουμε τον ξαφνικό θάνατό του. Η πολιτική κηδεία του θα γίνει στο Χαλάνδρι τις επόμενες ημέρες. Η γυναίκα του Βάσω, τα παιδιά του Ροδή και Χάρης και τα εγγόνια του Ιάσονας, Αριάδνη, Έλλη και Οδυσσέας», γράφει στο Facebook ο γιος του, Χάρης.

 

Ο άτυχος καλλιτέχνης, όπως μεταδίδει το magnesianews.gr, ενώ είχε βρεθεί για διακοπές στο σπίτι του στην Κουκουράβα, λίγο μετά τις 8.30 το βράδυ, έβαλε ένα ξύλο στα κάγκελα της αυλής του σπιτιού του και πάτησε πάνω, ίσως για να διορθώσει κάτι, αλλά πιθανόν έχασε την ισορροπία του ή ζαλίστηκε και έπεσε στο κενό.

 

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το magnesianews.gr, ο 77χρονος έπεσε από ύψος τριών μέτρων πάνω σε πέτρα με το κεφάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα! Η σύζυγός του, μη μπορώντας να πιστέψει τι είχε συμβεί, κάλεσε το ΕΚΑΒ στις 20.45, κινητή μονάδα με γιατρό πήγε στο σημείο, αλλά ο άτυχος συνθέτης ήταν γεμάτος αίμα και ήδη είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Βόλου, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν τον θάνατό του.

 

Ποιος ήταν ο Νότης Μαυρουδής

 

Ο Νότης (Παναγιώτης) Μαυρουδής γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1945 στη Μακρινίτσα Μαγνησίας. Τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στη φυλακή δίπλα στη μητέρα του, που ήταν πολιτική κρατούμενη. Το 1958 ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο με καθηγητή τον Δημήτρη Φάμπα και πήρε το δίπλωμα το 1969 με Άριστα. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου του ανατέθηκε η έδρα κλασικής κιθάρας στη Scuola Ciciva di Milano, στην οποία δίδαξε ώς το 1975. Το 1970 επίσης παρακολούθησε τα μαθήματα της Ακαδημίας Santiago de Compostella στην Ισπανία με τον Jose Tomas.

 

Το 1975 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και από αυτή τη χρονιά δίδαξε κλασική κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο. Τα έτη 1975, 1977 και 1979 έδωσε ρεσιτάλ στο Φεστιβάλ Κλασικής Κιθάρας του Esztergom της Ουγγαρίας. Το 1978 πήρε μέρος στο διεθνές Φεστιβάλ Πολιτικού Τραγουδιού στο Ανατολικό Βερολίνο και στο 11ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στην Αβάνα της Κούβας. Ως συνθέτης και σολίστ έχει δώσει πολλά ρεσιτάλ σε πολλές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Φινλανδία, Ελβετία, Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Κούβα).

 

Ως καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο Αθήνας, είχε μαθητές αρκετούς δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως οι Μανώλης Ανδρουλιδάκης, Σωκράτης Μάλαμας, Παναγιώτης Μάργαρης, Γιώργος Μελάς, Λάμπρος Ντούσικος, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, κ.ά.. Από το 1994 ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού και από το 1995 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής στο διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας (από το 1999 τη θέση κατέχει ο Αλέξανδρος Μυράτ).

 

Ο Νότης Μαυρουδής μπήκε στη δισκογραφία το 1964 με τα τραγούδια «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» και «Τα γιορτινά σου φόρεσε», σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη με ερμηνευτή τον Γιώργο Ζωγράφο. Το 1966 έγραψε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

 

Μερικοί δίσκοι-σταθμοί στη δισκογραφία του:

 

Το 1968 μελοποίησε το έργο του Οδυσσέα Ελύτη Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, που είναι ένα λαϊκό ορατόριο για φωνή-χορωδία και ορχήστρα.

 

Τον Ιούλιο του 1974 ο τραγουδιστής Πέτρος Πανδής και Ο Νότης Μαυρουδής, είχαν αποφασίσει να ηχογραφήσουν τα αντάρτικα. Ο δίσκος «Chants de la resistance grecque» είχε εξώφυλλο τον Άρη Βελουχιώτη. Στο εξώφυλλο, έγραφε, στα γαλλικά: «Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η εθνική αντίσταση κόντρα στους διάφορους κατακτητές προκάλεσε πολλές μάχες και κόστισε πολύ σε αίμα και που, αντίθετα με άλλες χώρες, ήταν απαγορευμένα και καταδιωκτέα, η έκδοση ενός τέτοιου δίσκου επιθυμεί, από τη μια να συστήσει την πραγματικότητα και την οξύτητα αυτών των μαχών και από την άλλη, να διασώσει για τις μελλοντικές γενιές, τις ζωντανές μαρτυρίες που μεταφέρουν αυτά τα τραγούδια. Αυτές, δεν έχουν φυσικά τη δύναμη μιας ζωντανής καταγραφής, ωστόσο, αντανακλούν το πνεύμα μιας εποχής που, για τον Έλληνα, δεν έπαψε να είναι πραγματικότητα».   


Ο δίσκος, με την ενορχήστρωση του Μαυρουδή που βασίζεται στην κιθάρα και τη φωνή του Πανδή, καταγράφει δέκα κομμάτια. Τα περισσότερα, είναι βασισμένα σε λαϊκές ρώσικες μελωδίες που απέκτησαν ελληνικούς στίχους, εκτός από το «Στ’ Άρματα» του Νίκου Καρβούνη και του Άκη Σμυρναίου-Αστραπόγιαννου, τον «Μπελογιάννη» των Ρέντη-Χατζή και τον «Άρη-του Μικρού Χωριού» της Ναυσικάς Φλέγκα-Παπαδάκη.   



 Το 1976 κυκλοφόρησε ο δίσκος Ζωγραφιές απ’ τον Θεόφιλο σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου, εμπνευσμένους από τις ζωγραφιές του Θεόφιλου.

 

Το 1977 μελοποίησε ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι στον δίσκο Παιδί της Γης.

 

Το 1985 κυκλοφόρησε ο δίσκος Έρως ανίκατε μάχαν σε ποίηση του Ηλία Πετρόπουλου. Από το 1990 έγραφε τραγούδια για Παιδική Χορωδία, και συνεργαζόταν με την Παιδική Χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου.

 

Το 1998 κυκλοφόρησαν οι δίσκοι με μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις «Όλιβερ Τουίστ» (με μουσική και τραγούδια του για την παράσταση του «Θιάσου 81»), και «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (με μουσική και 3 τραγούδια, για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας από τον Θίασο «Θυμέλη»).

 

Μεταξύ 1999-2008 ηχογράφησε μαζί με τον μαθητή του Παναγιώτη Μάργαρη τη βραβευμένη σειρά Cafe de l’ art, στην οποία διασκεύαζαν γνωστά τραγούδια από το ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο, για δύο κιθάρες.

 

Στο ίδιο πνεύμα, το 2018 ξεκίνησε τη σειρά Cafe Latino με τον Γιώργο Τοσσικιάν. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις IANOS το έργο “Άγρυπνο φεγγάρι”, Μελοποιημένοι Έλληνες ποιητές από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

 

Το 1999 κυκλοφόρησε ο δίσκος Λούνα Παρκ, με την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου και συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα. Το 2002 έγραψε τραγούδια για γυναικείες φωνές, στον δίσκο Στην ηχώ του έρωτα, στον οποίον συμμετέχουν μεγάλα ονόματα όπως η Χάρις Αλεξίου, η Γλυκερία, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Έλλη Πασπαλά.

 

Το 2006 έγραψε με τον Ηλία Κατσούλη τραγούδια που «αφηγούνταν» τις ιστορίες μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών (Γρ. Μπιθικώτσης, Στ. Χασκήλ, Ρόζα Εσκενάζυ, Μαρίνα Νίνου, Φλέρυ Νταντωνάκη, Σωτηρία Μπέλλου κ.ά.) και κυκλοφορούν στον δίσκο Carte Postale.

 

Ο Νότης Μαυρουδής είχε συνεργαστεί με σπουδαίους ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Άκος Δασκαλόπουλος, Μάνο Χατζιδάκι, και τραγουδιστές όπως Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιώργο Ζωγράφο, Αρλέτα, Πόπη Αστεριάδη, Ελένη Βιτάλη, Γιώργο Μουφλουζέλη, Γιάννη Σαμσιάρη, Νένα Βενετσάνου, Πέτρο Πανδή, Κώστα Θωμαΐδη, Σταμάτη Κραουνάκη, Τάνια Τσανακλίδου, Μανώλη Μητσιά, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γλυκερία, Παντελή Θαλασσινό, Έλλη Πασπαλά, Αναστασία Μουτσάτσου κ.ά..     





Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Μια ευχή για το 2023

 


γράφει η Ναταλί Χατζηαντωνίου

  

Η χώρα έχει να επιδείξει σύγχρονες δημιουργίες που επιτρέπουν στους εμπνευστές τους να σταθούν ισότιμοι με το ευρωπαϊκό τους «περιβάλλον».

Από το Α έως το Ω, ο πολιτισμός, «κλασικός» τε και σύγχρονος, δεν πέρασε ακριβώς καλά τη χρονιά που φεύγει. Εχει ένα επιπλέον κίνητρο βέβαια για τη χρονιά που έρχεται. Τη διοργάνωση του «Ελευσίς: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2023».

 

Αλλά αρκεί αυτό, όσο άρτιες (μυστηριακές, «τελετουργικές» κι εντυπωσιακές, κατά τα προαναγγελθέντα) κι αν αποδειχτούν οι εκδηλώσεις που πρόλαβε να εμπνευστεί, οργανώσει, ταξινομήσει και θα παρουσιάσει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φορέα, Μιχαήλ Μαρμαρινός, και οι (πολλοί) συνεργάτες του; Οχι, δεν αρκεί.

 

Και δεν αξίζει και στον Μαρμαρινό να σηκώσει μόνος στους ώμους του τις προσδοκίες ενός τεράστιου πεδίου όσο είναι αυτό που εκπροσωπεί ο όρος «σύγχρονος πολιτισμός» στην Ελλάδα. Κι απ’ την άλλη πλευρά, ουδείς άλλος θέλει να αποδεχτεί τον όρο, με την ομορφιά, τις κατακτήσεις, αλλά και τις... επιπτώσεις του.

Παράξενο, διότι αν ο πολιτισμός της χώρας συζητιέται κάποτε διεθνώς δεν είναι για την ιστορική του έκφανση. Οσο κι αν προβάλλεται ή πλήττεται αυτή η τελευταία σε ρεπορτάζ που στοιχηματίζουν (ή όχι) στην «επιστροφή» π.χ. των Γλυπτών του Παρθενώνα ή διαφωνούν με την πολιτική που εκπροσωπεί ο χειρισμός της Συλλογής Στερν, δεν είναι αυτά που κάνουν σήμερα τη διαφορά.

 

Και χωρίς καμία διάθεση υποβιβασμού αυτών των θεμάτων που έχουν ξεκάθαρα -αν όχι κυρίαρχα- πολιτική διάσταση, αν κρίνουμε απ’ ό,τι συνέβη τα τελευταία χρόνια, τη διαφορά την κάνουν όσοι σημερινοί καλλιτέχνες απέδειξαν, έστω και σε αντίξοες συνθήκες, πως αυτή η χώρα έχει να επιδείξει σύγχρονες δημιουργίες που επιτρέπουν στους εμπνευστές τους να σταθούν (αν μη τι άλλο) ισότιμοι με το ευρωπαϊκό τους «περιβάλλον»: απ’ τις παραγωγές των Πειραματικών Σκηνών της Λυρικής ή του Εθνικού, που επιχειρούν να κατανοήσουν τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, μέχρι τα τεράστια (αν και αρκετά μοναχικά) βήματα του ελληνικού σινεμά κι από εκεί στις εκτός Μπρόντγουεϊ σκηνές, όπου ήδη θέατρο και χορός, ακόμα και με δραματικά μειωμένες επιδοτήσεις, πραγματεύονται τα καινούργια μεταπανδημικά «τραύματά» μας.

 

Ενας κόσμος υπάρχει κόντρα στις πολιτικές αντιξοότητες. Παραδόξως είναι κι αυτός που πλήττεται περισσότερο και μονίμως. Να, λοιπόν, μια ευχή για το 2023. Να γίνει αυτός ο κόσμος όσο χρειάζεται ορατός για να υποστηριχτεί όσο του αξίζει. Καλή χρονιά!

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Το παιχνίδι του δέντρου

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα


Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε λαμπιόνια. Ψεύτικα μπισκότα και ριγωτά κόκκινα-λευκά ζαχαρωτά. Μονόχρωμες και πολύχρωμες μπάλες, μικρά παιχνίδια, τρενάκια, ξύλινοι τυμπανιστές, χιονάνθρωποι με κόκκινα κασκόλ και καρότα αντί για μύτη. Ολα κρεμασμένα στα φορτωμένα κλαδιά ενός δέντρου που πολύ μοιάζει με αληθινό, αλλά δεν είναι… Αληθινή είναι η μαγεία που υπόσχεται. Ειδικά τα βράδια, όταν όλα τα άλλα φώτα είναι κλειστά και το ρυθμικό παιχνίδισμα από τα λαμπάκια ρίχνει σκιές στο σαλόνι, αλλάζοντας τα σχήματα και την ηλικία των πραγμάτων, ακόμη και των ανθρώπων.

 

Γιορτές. Τι κι αν το πραγματικό νόημα κρύβεται πίσω από την ψευδή ευτυχία της αναγκαστικής κατανάλωσης και της «καταναγκαστικής» χαράς που σου επιβάλλουν οι βιτρίνες και οι διαφημίσεις, του τύπου «δείξτε την αγάπη σας, χαρίστε αυτό το πολύτιμο κάτι». Ενα «κάτι» που μπορεί να έχει τη μορφή ενός αντικειμένου - χρήσιμου ή μη, δεν έχει σημασία. Μα πώς να περιγράψεις το πολύτιμο; Τι χρώμα έχει; Τι σχήμα; Εχει γεύση; Αρωμα; Και ποιο από αυτά πυροδοτεί εκείνο το αίσθημα που ορίζεται ως ευτυχία;


 

Ενα βράδυ, μετά τη δουλειά και τον κάματο που απαιτείται για να ετοιμάσει κανείς το σπίτι για τις γιορτές -όχι σπουδαία πράγματα: καθαριότητα, τακτοποίηση, λίγα ψώνια…- και ένα τσάι αρωματισμένο με μπαχαρικά και μέλι, είπε να σβήσει τα μεγάλα φώτα και να πάει πίσω.

 

Σε εκείνα τα χρόνια που ένα ψεύτικο ελατάκι με χρωματιστά φωτάκια και γυάλινες μπάλες ήταν η επιτομή της χαράς και η αναμονή της ευτυχίας: ένα δωδεκαήμερο χωρίς σχολείο, ένα καινούργιο παιχνίδι την Πρωτοχρονιά και οι συναντήσεις με τα ξαδέρφια, για ατελείωτες ώρες παιχνιδιού. Ενδιάμεσα και κανένα γλυκό: αρωματικά μελομακάρονα, χιονισμένοι κουραμπιέδες και -ω, αυτό ήταν το καλύτερο μάλλον…- σοκολάτες, που έφταναν στα παιδικά χέρια από θείους και φίλους των γονιών. Κι ας φώναζε η μαμά: «Φτάνει πια με τα γλυκά! Να κάνατε έτσι για το φαγητό…».

 

Τώρα τα γλυκά ήταν από τα χέρια της, εκείνη ετοίμαζε τα σακουλάκια με τις σοκολάτες και τις καραμέλες για τα παιδιά, εκείνη θα ετοίμαζε τα πακέτα με τα δώρα που έμπαιναν κάτω από το δέντρο για μεγάλους και μικρούς. Και θα έμεναν εκεί, περιμένοντας τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου προς 1η Ιανουαρίου για να ανοιχτούν, ανανεώνοντας την υπόσχεση για μια καλή χρονιά.

 

Πολλά είχαν αλλάξει, κάποια έμεναν ίδια. Οπως εκείνο το παιχνίδι που έπαιζαν ακόμα όταν όλοι βαριούνταν. Το είχαν εφεύρει οι τέσσερίς τους; Το είχαν κάπου ακούσει ή δει; Δεν ήξερε, δεν θυμόταν. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι τα τέσσερά τους θα έπιαναν μια θέση στον καναπέ ή μια πολυθρόνα ή ένα σκαμπό κοντά στο τζάκι και θα περνούσαν ώρες πολλές παίζοντας το παιχνίδι του δέντρου. Διάλεγε ο καθένας τους μια μπάλα ή ένα άλλο στολίδι και οι υπόλοιποι έπρεπε να μαντέψουν ποιο ήταν αυτό κάνοντας ερωτήσεις: Είναι στρογγυλό; Είναι γυάλινο; Εχει κόκκινο χρώμα; Τα σχέδια είναι από χρυσόσκονη; Νικητής, όποιος έβρισκε τα περισσότερα. Επαθλο δεν υπήρχε. Μπορεί να ήταν η ικανοποίηση της νίκης και του παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που μύριζε φρέσκο βούτυρο και καβουρντισμένα αμύγδαλα ή μέλι, κανέλα και γαρίφαλο. Αυτές οι μυρωδιές έρχονταν από την κουζίνα τις μέρες πριν από τις γιορτές και πλημμύριζαν το σπίτι, 65 τετραγωνικά όλο κι όλο, έως τα Θεοφάνια.

 

Το παιχνίδι τώρα παραλάμβανε η επόμενη γενιά. Μαζί με τις μνήμες της όσφρησης. Κι όπως το άρωμα του τσαγιού μπερδευόταν με αυτό των αναμνήσεων, ο χώρος, το τραπέζι, ο καναπές άλλαξαν σχήμα. Μεγάλωσαν πολύ -ή μήπως μίκρυνε εκείνη;- και βρέθηκε μέσα σε γαλάζιες πιτζάμες με αρκουδάκια, είχε τα μαλλιά της αλογοουρά και κρατούσε στο χέρι ένα βιβλίο με παραμύθια ή μήπως ήταν ημερολόγιο; Και ετοιμαζόταν να αποκοιμηθεί νανουρισμένη από τα φωτάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά, γεννώντας όνειρα και υποσχόμενα ένα μέλλον γεμάτο σχέδια, έναν κόσμο όλο δικό της.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Οργή ντροπή και θλίψη για τον αποκλεισμό του σπουδαίου συνθέτη Χρήστου Λεοντή από το Φεστιβάλ Αθηνών ! (Real fm – Ηχητικό)

 


Οργή, ντροπή και θλίψη!

 

Ο Χρήστος Λεοντής, ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες που έχει και είχε αυτή η χώρα, αποκλείστηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών! Απορρίφθηκε πρόταση του για τα μουσικά του 60χρονα,  το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, με τη δικαιολογία ότι «ο ευρύτερος σχεδιασμός και οι επιμέρους κατευθύνσεις του καλλιτεχνικού προγραμματισμού 2023 δεν επιτρέπουν την ένταξή της στο φετινό Φεστιβάλ» Αθηνών.

 

Ακούστε τον μεγάλο συνθέτη να μιλά στον δημοσιογράφο Νίκο Μπογιόπουλο (Real fm – 29/11/2022) για τον αποκλεισμό του:






Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Τάσος Λειβαδίτης (20 /04/1922- 30 /10/1988): «Πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο όνειρο»

 


Του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης» και αν διαβάσεις δυο-τρεις στίχους του, καταλαβαίνεις γιατί.

Γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή που βαστούσε από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας στις 20 Απριλίου 1922. Πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου του 1988, αφήνοντας τον κόσμο πλουσιότερο με τη μελαγχολική μουσικότητα και τον αστείρευτο λυρισμό των στίχων του.

 

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις

χτύπα με αλλού

μη σημαδέψεις την καρδιά μου.

Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.

Δεν θα ‘θελα να το λαβώσεις.

Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες από αίματα

όπως γεννιέται μια σημαία.

 

Αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι…

Καθώς θα ακουμπήσεις τ’ όπλο σου στη γωνιά, θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.

 

(Από τον «Άνθρωπο με το ταμπούρλο», 1956)

 

Είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες ποιητές και με την πρώτη γνωριμία με το έργο του, ο αναγνώστης καταλαβαίνει γιατί του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης».

 

Και μόνο εκείνη η γυναίκα,

θα ʼρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,

την πιο μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

 

(από την «Καντάτα», 1960)

 

 

 

Η αριστερά

 

Μολονότι ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική, την άφησε και αφοσιώθηκε στην ποίηση εξολοκλήρου. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, υπήρξε  ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών, αναπτύσσοντας μεταπολεμικά έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί.

  

Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, πού να βρεις καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.

Ενώ στο βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο η πιο δική μου ζωή.

 

(από την «Ενοχή», συλλογή «Νυχτερινός επισκέπτης», 1972)

 

 

Η Εξορία

 

Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Μούδρο. Μεταφέρεται μετά από ένα χρόνο στην Μακρόνησο, κατόπιν στον Άη Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφήνεται ελεύθερος το 1951. Το 1955  θα δικαστεί για την ποιητική συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» -με αστείες κατηγορίες- αλλά τελικά το δικαστήριο τον αθωώνει.

  




 Η παρακαταθήκη

 

Ήταν από τους πολυγραφότερους ποιητές των νεοελληνικών γραμμάτων. Εξέδωσε όσο ζούσε πάνω από 20 ποιητικές συλλογές και μία, «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου», η οποία κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.

  

Ένα σπίτι για να γεννηθείς ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις

ένας στίχος για να κρυφτείς κι ο κόσμος για να πεθάνεις.

 

(από τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου», 1990)

  

Συνυπέγραψε, ακόμη, με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.

 



Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Δεκάδες απ’ αυτά μελοποιήθηκαν από τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο, τον Τσαγκάρη, τους Όναρ, και άλλους.

 

 Ζήσαμε πάντοτε αλλού

και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει

ερχόμαστε για λίγο.

 

(Από το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα», 1987)





 ΤΑΝΙΑ ΡΟΥΒ

 


Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Οσο κρατάει ένας καφές

 


γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου

  

Γύρω από τα τραπεζάκια των καφέ επιδιδόμαστε και πάλι στη συνήθεια των γόνιμων ή άγονων συζητήσεων για τα θέματά μας. Συνήθως η συζήτηση κρατάει όσο κρατάει ένας καφές. Οταν τελειώνει –στη χώρα μας πίνουμε ενσυνείδητα αργά τον καφέ μας για να επιμηκύνουμε το άραγμα–, δίνεται το σήμα της αποχώρησης. Κι ύστερα βουτάμε και πάλι στην καθημερινότητα με την αίσθηση ότι αυτο-ψυχαναλυθήκαμε και σήμερα. Στα τραπεζάκια αυτά λοιπόν φαίνεται πως ξαπλώνει η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής μας, όταν δεν εκτονώνεται στο διαδίκτυο. Και να σκεφτεί κανείς ότι το ρόφημα που θα μας συνόδευε καθημερινά ανακαλύφθηκε εντελώς τυχαία, όταν το 1670 ένας βοσκός κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα διαπίστωσε έκπληκτος ότι τα ζώα του μόλις έφαγαν τους καρπούς ενός άγνωστου μέχρι τότε δέντρου δεν μπορούσαν να κοιμηθούν και είχαν μια τρομερή υπερδιέγερση.

 

Ο βοσκός το είπε στον ηγούμενο ενός μοναστηριού κοντά στην περιοχή και σύντομα ο καφές κατέκτησε όλη την περιοχή και από εκεί εξαπλώθηκε στην Αραβία αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πόσοι από μας άραγε ξέρουν το όνομα του Πολωνού έμπορου Jerzy Franciszek Kulczycki που έφτιαξε το πρώτο καφενείο της Ευρώπης στη Βιέννη, το περίφημο «Blue Bottle Coffee House»; Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί και να μην ομολογήσει τα μυστικά του σε έναν «βιενουά» αρωματισμένο με μέλι και γάλα; Στην Ελλάδα, βέβαια, μας ήρθε πρώτος ο τούρκικος. Οι πρώτοι που γνώρισαν τον καφέ των Τούρκων ήταν οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων των συνόρων μας.

 

Στη Θεσσαλονίκη του 17ου αιώνα υπήρχαν παραπάνω από τριακόσια καφενεία, όπου σύχναζαν και οι δύο εθνικότητες. Στην Αθήνα, τα πρώτα καφενεία εμφανίζονται αργότερα, στην αρχή κυρίως με θαμώνες Τούρκους. Η πελατεία τους εμπλουτίζεται αργότερα με Ελληνες και, σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, από το 1760 η συνήθεια του καφέ μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Και να που φτάσαμε στο σήμερα. Στα εξαίσια καφέ μας σαρώνουν οι ιταλικοί καφέδες. «Espresso» σημαίνει «γρήγορο» στα ιταλικά και, πράγματι, ο δημοφιλής καφές δημιουργήθηκε από έναν Ιταλό, τον Luigi Bezzera, που βιαζόταν να φύγει για τη δουλειά του τα πρωινά, ασχέτως αν εμείς ακόμα κι αυτόν τον πίνουμε αργά και απολαυστικά. Σ’ αυτά τρέχει ο νους μου καθώς βλέπω γύρω μου, στο αγαπημένο καφέ της γειτονιάς, ανθρώπους όλων των ηλικιών να κρατάνε τα φλιτζάνια και φλιτζανάκια του καφέ, να κοιτάζονται στα μάτια και να εξομολογούνται μυστικά, να συζητούν για όσα σημαντικά και ασήμαντα τους απασχολούν. Ναι, σκέφτομαι, η μυρωδιά ενός χαρμανιού και η γεύση ενός καφέ συνδέουν τους ανθρώπους και ο καφές, ο καφές μας, είναι μια γλώσσα από μόνος του.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *